σγάντζος

σγάντζος
ο, Ν
βλ. γάντζος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γάντζος — και γάτζος και σγάντζος 1. αρπάγη, αγκιστροειδές όργανο που χρησιμεύει για ανάρτηση ή εξάρτηση διαφόρων αντικειμένων 2. κοντάρι με σιδερένιο γάντζο στην άκρη για να τραβούν μεγάλα ψάρια πάνω στη βάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαnzo, ιταλ. gancio… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”